μυλόεις

μυλόεις
μυλόεις
made of a millstone
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυλόεις — μυλόεις, εσσα, εν (Α) κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. όεις (πρβλ. πυργ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μυλόεντι — μυλόεις made of a millstone masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”